- ἑτερειδής
- ἑτερ-ειδής, ές,A = ἑτεροειδής, illusory,
ἄλην ἑ. λεύσσων Nic.Al.84
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄλην ἑ. λεύσσων Nic.Al.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ἑτερειδέα — ἑτερειδής illusory neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑτερειδής illusory masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)